ελικιά

ελικιά
η
1. η ηλικία.
2. το ωραίο παράστημα, το ανάστημα: Να μη μαυρίζει, λυγερή, στον ήλιο ή ελικιά σου (δημ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ελικία — η γένος δικότυλων φυτών τής οικογένειας πρωτεΐδες …   Dictionary of Greek

  • ελικιά — η 1. ηλικία 2. ωραίο ανάστημα …   Dictionary of Greek

  • ἑλικίας — ἑλικίᾱς , ἑλικίας forked lightning masc acc pl ἑλικίᾱς , ἑλικίας forked lightning masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηλικία — (Νομ.). Σε αστική, σε διοικητική και σε ποινική ύλη, το δίκαιο αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στην η. ως προς τη γενικότερη δικαιοπρακτική ικανότητα, την ευθύνη ή τις ειδικότερες συνέπειες των πράξεων ή ενεργειών του προσώπου. Σύμφωνα με τον ελληνικό …   Dictionary of Greek

  • ԵԼԻՔ — ( ) NBH 1 0649 Chronological Sequence: 6c գ. Բառ յն. է՛լիքս, էլիքիա. ἔλιξ, ἐλικία Ոլորք մանեկաձեւ, որպէս ցոլք լուսոյ ընդ օդս. ազգ շանթից կամ ասուպաց. *Եւ ելիք այնոքիկ, որ գծօրէն բերեալ լինին. Արիստ. աշխ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ἑλικίαι — ἑλικίας forked lightning masc nom/voc pl ἑλικίᾱͅ , ἑλικίας forked lightning masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”